- βάκχ'
- βάκχαι , ΒάκχηBacchantefem nom/voc plβάκχᾱͅ , ΒάκχηBacchantefem dat sg (doric aeolic)βάκχε , ΒάκχοςBacchusmasc voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Βάκχ' — Βάκχαι , Βάκχη Bacchante fem nom/voc pl Βάκχᾱͅ , Βάκχη Bacchante fem dat sg (doric aeolic) Βάκχι , Βάκχις fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-της — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη πλήθους αρσενικών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία έχει προέλθει από ΙΕ κατάληξη σε t (πρβλ. αρχαίο ινδικό pariksi t, ομηρικό περι κτί ται) επεκτεταμένη με φωνήεν ᾱ / η . Η κατάληξη της χρησιμοποιήθηκε για … Dictionary of Greek
Πόκιος — ὁ, Α ονομασία μήνα στη Λοκρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόκαι (βλ. λ. πόκος) + επίθημα ιος (πρβλ. Βάκχ ιος)] … Dictionary of Greek
Σαραπιεία — τὰ, Α εορτή τού Σαράπιδος στην Τανάγρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σάραπις + κατάλ. εῖα (πρβλ. Βακχ εῖα: Βάκχος)] … Dictionary of Greek
διαφέρω — (ΑΝ) και διαφέρνω (ΜΝ) 1. έχω διαφορά, είμαι ανόμοιος, διάφορος, ξεχωρίζω («αυτά τα χρώματα διαφέρουν») 2. είμαι διαφορετικός από άλλο («σὺ νῡν διάφερε τῶν κακῶν», Ευρ. Ορ.) 3. υπερέχω, διακρίνομαι, είμαι ανώτερος, πλεονεκτώ («διαφέροντες καὶ… … Dictionary of Greek
ιππευτής — ἱππευτής, ὁ (Α) [ιππεύω] 1. αυτός που ιππεύει, ιππέας, έφιππος 2. ως επίθ. ιππικός, ικανός στην ίππευση και στην ιππομαχία (α. «ἱππευταὶ Τρῶες», Βακχ. β. «ἱππευτὴς στρατός», Ευρ.) … Dictionary of Greek
καλυκοστέφανος — καλυκοστέφανος, ον (Α) στεφανωμένος με κάλυκες ανθέων, με μπουμπούκια («καλυκοστεφάνου Ἀρτέμιδος», Βακχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλυξ, υκος + στέφανος, ὁ] … Dictionary of Greek
κυανανθής — κυανανθής, ές (Α) (για τη θάλασσα) κυανόχρωμος, αυτός που έχει κυανό, βαθύ γαλάζιο χρώμα («κυανανθέϊ... πόντῳ», Βακχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. κύανος + ανθής (< ἄνθος), πρβλ. λευκ ανθής, μελ ανθής] … Dictionary of Greek
λαοφόνος — λαοφόνος, ον (Α) αυτός που καταστρέφει τους ανθρώπους («λαοφόνον δόρυ», Βακχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + φόνος (< θείνω* «φονεύω»), πρβλ. δολο φόνος, θηρο φόνος] … Dictionary of Greek
λιγύφθογγος — η, ο (Α λιγύφθογγος, ον) αυτός που έχει καθαρή και διαπεραστική φωνή, λιγυρός (α. «λιγύφθογγοι ὄρνιθες», Βάκχ. β. «τού Παρνασσού λιγύφθογγον Σπήλαιον», Κάλβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + φθόγγος] … Dictionary of Greek